- χάσμημα
- το, ΝΑ [χασμῶμαι]νεοελλ.φυσιολ. νευροφυτικό αντανακλαστικό που εκδηλώνεται με ευρεία διάνοιξη τού στόματος και βαθιά, παρατεταμένη και συχνά θορυβώδη εισπνοή και το οποίο αποτελεί σημείο κόπωσης, νύστας, πείνας, ανίας ή και υποβολήςαρχ.το άνοιγμα στόματος που χάσκει.
Dictionary of Greek. 2013.